- παναρχαίος
- παναρχαῑος, -ον (Α)πανάρχαιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανάρχαιος — η, ο ο πάρα πολύ αρχαίος, αρχαιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αρχαίος] … Dictionary of Greek
πανάρχαιος — η, ο ο πάρα πολύ παλιός, ο αρχαιότατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παναρχαῖα — παναρχαῖος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek
παναρχαϊκός — παναρχαϊκός, ή, όν (Α) [πανάρχαιος] πανάρχαιος, αρχαιότατος … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
κατάρχαιος — α, ο πάρα πολύ αρχαίος, πανάρχαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχαῖος] … Dictionary of Greek
καταρχαϊκός — ή, ό [κατάρχαιος] κατάρχαιος, πανάρχαιος … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek